βραδύς

βραδύς
1021 βραδύς
{прил., 3}
1. медленный, медлительный, неторопливый;
2. непонятливый, медленно или плохо соображающий, туповатый;
3. запоздалый.
Ссылки: Лк. 24:25; Иак. 1:19.
Синонимы: 692 (ἀργός), 3576 (νωθρός).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βραδύς" в других словарях:

  • βραδύς — slow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύς — εία, ύ (AM βραδύς, εῑα, ύ) αργός, μη ταχύς αρχ. 1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος 2. διστακτικός, αναποφάσιστος 3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει… …   Dictionary of Greek

  • βραδύς, -εία, -ύ — επίρρ., βραδέως ο αργός, ο βαρύς, ο δυσκίνητος: Είναι τόσο βραδύς, που του παίρνει ώρες για να τελειώσει οτιδήποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν. — См. Тише едешь, дальше будешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βραδέα — βραδύς slow neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βραδέᾱ , βραδύς slow fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βραδύς slow fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτάτω — βραδύς slow masc/neut nom/voc/acc dual βραδύς slow masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτάτων — βραδύς slow fem gen pl βραδύς slow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτέρω — βραδύς slow masc/neut nom/voc/acc dual βραδύς slow masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτέρων — βραδύς slow fem gen pl βραδύς slow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτέρως — βραδύς slow adverbial βραδύς slow masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδέως — βραδύς slow indeclform (adverb) βραδύς slow adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»